- ξέχασμα
- τοξεχασιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεχασ- (πρβλ. αόρ. ξέχασ-α) τού ξεχνώ + κατάλ. -μα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λήθη — Ονομασία, στην αρχαιοελληνική μυθολογία, ενός από τους ποταμούς του Άδη. Από εκεί έπιναν νερό οι ψυχές των νεκρών για να ξεχάσουν την προηγούμενη ζωή τους. Ο Αριστοφάνης ονομάζει έτσι και μια πεδιάδα του Άδη, ενώ την ίδια ονομασία έφερε και μια… … Dictionary of Greek
λησμοσύνη — η (Α λησμοσύνη, δωρ. τ. λησμοσύνα) [λήσμων] λήθη, λησμονιά νεοελλ. 1. το να λησμονεί κάποιος, ξέχασμα, ξεχασιά 2. η ιδιότητα τού επιλήσμονα, τού ξεχασιάρη («γεροντική λησμοσύνη») … Dictionary of Greek
ξαστοχιά, η — και ξαστόχημα,το λησμονιά, ξέχασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)